Διδάσκεται και εφαρμόζεται στον εργασιακό χώρο, σε σχολεία, σε κοινοβούλια, στον ιατρικό και παραϊατρικό χώρο, σε άτομα με παραβατική συμπεριφορά, σε αθλητές και πρωταθλητές, στο στρατό και σε πολλά ακόμα πλαίσια.
Αυτό που μαθαίνουν όσοι παρακολουθούν κάποιο πρόγραμμα mindfulness training είναι πως να σχετίζονται καλύτερα με τον εαυτό τους, τους άλλους και τις καταστάσεις που μπορεί να μας δυσκολεύουν.
Πρόκειται για μια σπουδή στην ικανότητά μας για ενδο-προσωπική νοημοσύνη, δηλαδή τον τρόπο που διαχειριζόμαστε ό,τι συμβαίνει στον εξωτερικό αλλά και στον εσωτερικό μας κόσμο.
Ο βασικός τρόπος ανάπτυξης του mindfulness είναι ο διαλογισμός, μια πρακτική που συναντάται στην ιστορία της ανθρωπότητας εδώ και χιλιάδες χρόνια. Ο διαλογισμός επιτρέπει την καλλιέργεια ποιοτήτων του νου που ενυπάρχουν σε όλους μας, αλλά μπορεί να παραμένουν σε λανθάνουσα κατάσταση στην καθημερινότητα: διαύγεια στη σκέψη, ισορροπία στο συναίσθημα και δράση σύμφωνη με τις αξίες και τις προθέσεις μας. Μέσα από την εξάσκηση του mindfulness καθιερώνουμε έναν πιο ευέλικτο και γαλήνιο τρόπο ζωής, μια πολύτιμη ικανότητα στην καθημερινή μας ζωή.
Το mindfulness είναι τόσο δημοφιλές, που μια απλή Google αναζήτηση ανακαλεί περίπου 70.000.000 αποτελέσματα. Πολλά από αυτά σχετίζονται με πανεπιστημιακούς φορείς—γεγονός που αντανακλά το ενδιαφέρον της επιστημονικής κοινότητας διεθνώς για αυτήν την πρακτική. Ωστόσο, το mindfulness δεν ήταν πάντα αποδεκτό στον επιστημονικό κύκλο και σίγουρα δεν είναι μια επιστημονική ανακάλυψη.
Πρόκειται για μια αρχαία πρακτική που, με διάφορες μορφές, συναντάται στα θρησκευτικά συστήματα της ανθρωπότητας. Ταξιδεύοντας στον κόσμο, μέσα από αμέτρητα κείμενα και βιώματα, έφτασε στις ημέρες μας όπου, μετά «κόπων και βασάνων» συγκεκριμένων ανθρώπων, συνάντησε τη σύγχρονη σκέψη και τεχνολογία.
Στα τέλη του 1970, λιγοστοί, θαρραλέοι επιστήμονες ξεκίνησαν να μελετούν τις αλλαγές που συμβαίνουν στον ανθρώπινο εγκέφαλο όταν εξασκούμαστε στις πρακτικές του mindfulness. Από το συνεχιζόμενο έργο τους, συντάχθηκε ο βασικός πυρήνας της επιστημονικής κοινότητας mindfulness, απαρτιζόμενος από αναγνωρισμένα πανεπιστημιακά κέντρα και ειδήμονες.
Με τις τεχνολογικές εξελίξεις που επιτρέπουν την παρατήρηση in vivo αλλαγών στην εγκεφαλική δραστηριότητα και φυσιολογία (fMRI, EEG κ.ά.), το ενδιαφέρον αυξάνεται εκθετικά και το mindfulness αποτελεί πλέον ένα επιστημονικό «κίνημα». Έτσι, από τη δεκαετία του 1970, που μελέτες του mindfulness μετριόντουσαν στο ένα χέρι, μέχρι σήμερα, έχει υπάρξει μια έκρηξη ερευνητικής δραστηριότητας—μέσα στο 2016 για παράδειγμα, εκδόθηκαν 1.113 επιστημονικά άρθρα.
Σήμερα, εργαστήρια εφοδιασμένα με τις πιο σύγχρονες τεχνοδομικές μεθόδους παρατήρησης, καταδεικνύουν την ευεργετική συμβολή του mindfulness στην ευεξία και στην ποιότητα ζωής μας, αποκαλύπτοντας πώς αλλάζει η εγκεφαλική λειτουργία σε νοητικές ικανότητες όπως η συγκέντρωση, η ανθεκτικότητα στο στρες, η κατανόηση των συνανθρώπων μας, κ.ά.
Ο πιο διαδεδομένος ορισμός του mindfulness είναι εκείνος που έδωσε ο Τζον Κάμπατ Ζιν:
«η επίγνωση που αναδύεται όταν εστιάζουμε την προσοχή μας, με πρόθεση στην παρούσα στιγμή, χωρίς να ασκούμε κριτική. Είναι να γνωρίζεις τι έχεις στο μυαλό σου».
Όπως λέει και ο Κάμπατ Ζιν, στις ασιατικές γλώσσες, χρησιμοποιείται μια μόνο λέξη για τον νου και την καρδιά. Οπότε, προκειμένου να γίνει πιο πλήρης η κατανόηση του mindfulness, η λέξη που χρειάζεται να προστεθεί είναι η καρδιά: το συναίσθημα καλοσύνης και συμπόνιας που μπορεί να μας επιτρέψει να μάθουμε και να εξελιχθούμε από τις εμπειρίες μας.
Σε επιστημονικούς όρους, το mindfulness μπορεί να περιγραφεί ως μια εκούσια άσκηση στους δύο κυρίαρχους τρόπους που διαθέτει ο εγκέφαλός μας για να επεξεργάζεται την πραγματικότητα: την εστίαση και την επίγνωση.
Όσοι εκπαιδεύονται στο mindfulness, ουσιαστικά «εξασκούν» τον εγκέφαλό τους και άρα το κεντρικό νευρικό τους σύστημα. Μαθαίνουν να εστιάζουν την προσοχή τους, παρατηρώντας παράλληλα πότε και πώς μπορεί να αφαιρούνται. Βασικός στόχος τέτοιων πρακτικών, είναι να επαναφέρει τον νου και το σώμα του εξασκούμενου στο παρόν, προκειμένου να λειτουργήσει με περισσότερη διαύγεια ως προς τη δράση που θέλει να πάρει. Στην πορεία της εκπαίδευσης, οι πρακτικές αφορούν σε συγκεκριμένες ψυχο-νοητικές ικανότητες που συνδέονται με έναν πιο ευέλικτο και αποτελεσματικό τρόπο ζωής, όπως η καλοσύνη, η κατανόηση, η ανθεκτικότητα και η επικοινωνία. Σε ψυχο-βιολογικό επίπεδο, η εξάσκηση των πρακτικών αντανακλάται από ένα πιο ενοποιημένο κεντρικό νευρικό σύστημα.
Ο όρος «McMindfulness» κυκλοφόρησε πριν λίγα χρόνια και περιγράφει γλαφυρά τον τρόπο που μπορεί να προωθείται και να γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης η πρακτική αυτή στην κουλτούρα των brands της εποχής μας.
Όπως η επιστημονική κοινότητα που απασχολείται με το mindfulness, έτσι και εμείς ενδιαφερόμαστε να είναι ενήμεροι οι πελάτες μας ότι η εκπαίδευση μας δεν θα λειτουργήσει ως ένα «θαυματουργό χάπι» που, άπαξ και το λάβουν, θα δουν ξαφνικά τη συγκέντρωση και την αποδοτικότητά τους να αυξάνονται, τον εγκέφαλό τους να υπερ-ενεργοποιείται, τις σχέσεις τους να βελτιώνονται και το στρες να εξαφανίζεται από τη ζωή τους.
Με τα θετικά αποτελέσματα που έχουν επιβεβαιωθεί εργαστηριακά, δεν είναι παράλογο ότι κάποιοι επιχειρηματίες επιλέγουν να παρουσιάσουν τη δουλειά τους ως μια πανάκεια κατά του άγχους που, κάνει τον εγκέφαλό μας να λειτουργήσει καλύτερα και μας δίνει απόλυτο έλεγχο.
Για παράδειγμα, αυστηρές μελέτες αποδεικνύουν ότι με μόλις 8 λεπτά πρακτικής παρατηρούνται μετρήσιμες αλλαγές σε αντικειμενικά κριτήρια συμπεριφοράς και εγκεφαλικής δραστηριότητας σε ότι αφορά την συγκέντρωση των εκπαιδευομένων. Ωστόσο, προκειμένου οι αλλαγές αυτές να παραμείνουν, δηλαδή να διαμορφώσουν ένα περισσότερο ενοποιημένο κεντρικό νευρικό σύστημα (ΚΝΣ) και να υποστηρίξουν τις δομικές, λειτουργικές και συμπεριφορικές αλλαγές που αναφέρονται, χρειάζονται περισσότερο από 8 λεπτά πρακτικής. Οι πρακτικές του mindfulness έχουν τη δύναμη να μετασχηματίσουν τις εμπειρίες μας όχι μόνο μεσοπρόθεσμα αλλά και μακροπρόθεσμα, και, το μακροπρόθεσμο είναι αυτό που στοχεύουμε να προσφέρουμε στους πελάτες μας.
Τα mindfulness δεν λειτουργεί ως ένα θαυματουργό χάπι. Όπως και για οποιαδήποτε νέα συμπεριφορά που κάποιος θέλει να υιοθετήσει, χρειάζεται να υπάρχει και η αντίστοιχη πρόθεση αλλά και η κατάλληλη εξάσκηση από τη μεριά του εκπαιδευόμενου.
Η θετική πρόθεση ενεργοποιεί την αυτοπειθαρχία που χρειάζεται για να εξασκείται κάποιος στις πρακτικές του mindfulness, που με τη σειρά τους φέρνουν και τις αντίστοιχες αλλαγές στη συμπεριφορά. Αλλαγές που «γράφονται» στον εγκέφαλο, ενδυναμώνοντας νευρονικά δίκτυα και διαφοροποιώντας έτσι τη λειτουργία του ΚΝΣ και του τρόπου που επηρεάζει και επηρεάζεται από το υπόλοιπο σώμα.
Το mindfulness αποτελεί μέρος αρχαίων στοχαστικών παραδόσεων, που μέσω της αυτoεξερεύνησης του νου του εκάστοτε εξασκούμενου, αναπτύσσονται συγκεκριμένες πνευματικές ικανοτήτες.
Σήμερα ο διαλογισμός, η βασική πρακτική του mindfulness, έχει διαχωριστεί πλήρως από τις θρησκευτικές παραδόσεις με τις οποίες συνδέεται και μελετάται όπως και οι υπόλοιπες ικανότητες του ανθρώπινου εγκεφάλου: με αντικειμενικά κριτήρια και εμπεριστατωμένες, αξιόπιστες και έγκυρες μεθόδους.
Ο όρος «Στοχαστική νευρο-επιστήμη» (Contemplative neuroscience), αντιπροσωπεύει τον συγκεκριμένο τομέα των νευρο-επιστημών που, με τη χρήση τεχνολογιών όπως η μαγνητική τομογραφία, μελετά τις επιδράσεις του διαλογισμού στον ανθρώπινο εγκέφαλο και κεντρικό νευρικό σύστημα (ΚΝΣ).
Σε ένα πρόγραμμα εκπαίδευσης mindfulness, όπως σε αυτά που παρέχουμε στους πελάτες μας, διδάσκονται διαφορετικά είδη διαλογισμού, κάθε ένα εκ των οποίων επιδρά διαφορετικά στη δραστηριότητα και φυσιολογία του εγκεφάλου και, συνεπώς, στη συμπεριφορά των εξασκούμενων. Σε σχέση με τα ωφέλη και τις αλλαγές που παρατηρούνται μέσα από την εξάσκηση του mindfulness, διαφαίνονται τα εξής:
Όπως γράφουν και οι Daniel Goleman και Richard Davidson, ωστόσο, δύο από τους πλέον καταξιωμένους εκπροσώπους της επιστημονικής κοινότητας του mindfulness, στο βιβλίο τους Altered Traits
Το επίθημα «-ness» της Αγγλικής γλώσσας, αντιστοιχεί στο επίθημα «–οσύνη» στη δική μας γλώσσα. Προστίθεται σε επίθετα με σκοπό να δημιουργήσει ουσιαστικά που επισημαίνουν την κατάσταση, ποιότητα ή ιδιότητα που σχετίζεται με ένα συγκεκριμένο επίθετο. Έτσι, για παράδειγμα, μιλάμε για kind-ness με τον ίδιο τρόπο που μιλάμε για καλ-οσύνη: η καλοσύνη εμπεριέχει την ιδιότητα του να είναι κάποιος καλός, ακριβώς όπως και η αντίστοιχη λέξη kindness στα Αγγλικά.
Η λέξη mind στα Ελληνικά μεταφράζεται ως «νους». Θα περίμενε κανείς πως το mindfulness στα Ελληνικά είναι, πολύ απλά, η νοημ-οσύνη. Ωστόσο, η έννοια της λέξης νοημοσύνη στην Ελληνική είναι πολύ περισσότερο συνυφασμένη με τη λογική σκέψη και τη διάνοια παρά με το σύνολο των νοητικών μας ικανοτήτων, από τις οποίες η λογική σκέψη αποτελεί ένα μόνο μέρος. Αν η λέξη «νοημοσύνη» στη σύγχρονη Ελληνική γλώσσα αναφερόταν στο σύνολο των πνευματικών ικανοτήτων του ανθρώπου -των ικανοτήτων δηλαδή που μας επιτρέπουν να αντιλαμβανόμαστε την πραγματικότητα- τότε το νόημα της λέξης mindfulness στα Ελληνικά θα αποδίδοταν εξαιρετικά με τη λέξη «νοημοσύνη».
Η λέξη mindfulness στην Αγγλική γλώσσα έχει προκύψει ως μετάφραση ενός σύνθετου όρου της ινδουιστικής παράδοσης που περιγράφει την ικανότητα του ανθρώπινου νου να παρατηρεί και να μαθαίνει από την εμπειρία του, το επιστέγασμα της ανθρώπινης νοημοσύνης δηλαδή.
Πρόκειται για τον όρο «sati», μια λέξη που προέρχεται από μια από τις οικογένειες αρχαίων ινδουιστικών γλωσσών. Στις μοντέρνες γλώσσες το «sati» σηματοδοτεί την ικανότητα του ανθρώπινου νου να είναι παρών, να παρατηρεί και να ανα-γνωρίζει την εμπειρία του. Αντίστοιχα λοιπόν, στα Ελληνικά, το νόημα της λέξης mindfulness επεξηγείται με τη συνθετική χρήση των λέξεων ενσυνειδητότητα, νοημοσύνη, επίγνωση και καλοσύνη.